προσβοάομαι
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
French (Bailly abrégé)
-βοῶμαι;
ao. 3ᵉ sg. ion. προσεβώσατο;
accueillir par des acclamations, acc..
Étymologie: πρός, βοάομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσβοάομαι: звать к себе (τοὺς παριόντας Her.).
Greek (Liddell-Scott)
προσβοάομαι: Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, παριόντας προσεβώσατο Ἡρόδ. 6. 35.
Greek Monotonic
προσβοάομαι: Ιων. αορ. αʹ -εβωσάμην, Μέσ., καλώ κάποιον, φωνάζω, προσκαλώ, σε Ηρόδ.