φιττάκια
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
A v. πιστάκιον.
2 φιττακίδες.
German (Pape)
[Seite 1290] τά, äol. statt ψιττάκια.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
éol. c. ψιττάκια.
Étymologie: DELG πιστάκιον.
Greek (Liddell-Scott)
φιττάκια: Αἰολ. ἀντὶ ψιττάκια, Εὐστ. 1210. 42· πρβλ. πιστάκη.
Greek Monolingual
τὰ, ΜΑ
(αιολ. τ.) βλ. πιστάκι.