ἄποδος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἄφοδος,
II= ἄπους, not having the use of one's feet, Tab. Defix. Aud.159A44 (Rome, ca.400 A. D.).
Spanish (DGE)
v. ἄφοδος.
-ον
que no tiene patas de caballos esculpidos TDA 159A44 (Roma V d.C.).
German (Pape)
[Seite 301] ἡ, ion. = ἄφοδος, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἄφοδος.
2gén. de ἄπους.
Russian (Dvoretsky)
ἄποδος:
I ἡ ион. = ἄφοδος.
II gen. к ἄπους I и II.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποδος: Ἰων. ἀντὶ ἄφοδος.
Greek Monotonic
ἄποδος: ἡ, Ιων. αντί ἄφ-οδος.