ἐξευνουχίζω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
strengthened for εὐνουχίζω, metaph., τὸν ἄκρατον Plu. 2.692c:—Pass., Ph.1.224; -ισμένη ψυχή ib.389.
German (Pape)
[Seite 880] = εὐνουχίζω, Ptolem. Phot. bibl. 147, 16; καὶ ἀποθηλύνουσι τὸ ἄκρατον Plut. Sympos. 6, 7, 1.
French (Bailly abrégé)
rendre eunuque.
Étymologie: ἐξ, εὐνουχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευνουχίζω: досл. оскоплять, перен. ослаблять, лишать крепости (τὸν ἄκρατον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευνουχίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ εὐνουχίζω, Πλούτ. 2. 692C.
Greek Monolingual
ἐξευνουχίζω (Α) ευνουχίζω
ευνουχίζω, εκθηλύνω τελείως («ἐξευνουχισμένη ψυχή»).