προθεραπεύω

Revision as of 15:47, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

A prepare beforehand, ἔρια (for dyeing) Pl.R.429e; π. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατήν Ulp.Proll.D.; τῇ ῥητορικῇ Aristid.2.104 J.:— Pass., Thphr.HP7.3.5. II court beforehand, τινα J.AJ6.14.4; τοὺς δυνατούς Plu.Alc.25: metaph., π. ἐλπίδα οἷα πυλωρόν Ph.2.3. III Medic., treai first, Ruf.Fr.72 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 723] vorher bedienen, besorgen, vorbereiten; Plat. Rep. VI, 429 e; Plut. Alc. 25.

French (Bailly abrégé)

1 préparer en vue de;
2 user à l'avance de ménagements envers, acc..
Étymologie: πρό, θεραπεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-θεραπεύω vooraf bewerken, overdr.. π. τοὺς δυνατούς de machtigen voor zich te winnen Plut. Alc. 25.6.

Russian (Dvoretsky)

προθερᾰπεύω:
1 заранее обеспечивать, заблаговременно подготовлять (τι Plat.);
2 окружать лестью, обхаживать (τοὺς δυνατούς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προθεραπεύω: προπαρασκευάζω, ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι προηγουμένως, τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25.

Greek Monolingual

Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. κολακεύω προηγουμένως («τοῦ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», Πλούτ.)
3. θεραπεύω προηγουμένως.

Greek Monotonic

προθερᾰπεύω: μέλ. -σω,
I. ετοιμάζω από πριν, σε Πλάτ.
II. περιποιούμαι από πριν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to prepare beforehand, Plat.
II. to court beforehand, Plut.