σφαιρίζω

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:— A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc. II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρίζω: играть в мяч Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῖρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».

Greek Monotonic

σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to play at ball, Plat.

German (Pape)

mit dem Balle spielen, Ball spielen, Plat. Theaet. 146a und Sp., wie Plut. adv. Stoic. 7; die verschiedenen Arten des Spiels beschreibt Antyll. Oribasii p. 122 ff.