περάπτων
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
Aeol. for περιάπτων, Pi.P.3.52.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περάπτων Aeol. ptc. praes. act. van περιάπτω.
Russian (Dvoretsky)
περάπτων: Pind. part. praes. к περιάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
περάπτων: Αἰολ. ἀντὶ περιάπτων, ὡς ἀναγιγνώσκει ὁ Böskh ἐν Πινδ. Π. 3. 93.
Greek Monotonic
περάπτων: Αιολ. αντί περιάπτων.