δελτάριον

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτάριον Medium diacritics: δελτάριον Low diacritics: δελτάριον Capitals: ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: deltárion Transliteration B: deltarion Transliteration C: deltarion Beta Code: delta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of δέλτος, Plb.29.27.2, Plu.Cat.Mi.24.
II a surgical instrument, Hermes 38.284.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 tablilla de madera, como soporte de escritura δ., ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατετέτακτο Plb.29.27.2, conteniendo una misiva amorosa, Plu.Cat.Mi.24, cf. Brut.5, δ. τετράγωνον μέγα δεκάπτυχον una tablilla rectangular, grande, de diez hojas, PFouad 74.10 (IV d.C.), cf. POxy.2787.5 (II d.C.), sinón. de πινακίδιον Tz.Comm.Ar.1.80.7.
2 hoja o placa de bronce, para fundir y hacer instrumentos quirúrgicos POxy.4001.30 (IV d.C.), cf. Anon.Med.Ferr.p.284
prob. balanza de metal, debido a la forma triangular del plato χρυσοῦ νομισμάτια τριάκοντα εὔσταθμα δελταρίῳ PMichael.42A.6, cf. 7, 26 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 544] τό, = folgdm, Pol. 29, 11; Plut. Anton. 58.

Russian (Dvoretsky)

δελτάριον: τό писчая дощечка (ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατεγέγραπτο, v.l. κατατέτακτο Polyb.): δελτάρια τῶν ἐρωτικῶν Plut. любовные письма.

Greek (Liddell-Scott)

δελτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέλτος, Πολύβ. 29. 11, 2.

Greek Monolingual

δελτάριον, το δέλτος
η μικρή δέλτος
νεοελλ.
1. «ταχυδρομικό δελτάριο» — μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι
2. «εικονογραφημένο δελτάριο» — ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη
αρχ.
είδος χειρουργικού εργαλείου.