incurable
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἀνήκεστος, δυσίατος (Plat.), V. δύσκηλος, P. ἀνίατος.
Spanish > Greek
ἀθεράπευτος, δυσθεράπευτος, δυσάλυκτος, ἄπορος, ἀνηκής, ἀνακής, ἀνάκεστος, δυσάλθητος, ἀνυγίαστος, ἀνιάτρευτος, ἀνήκεστος, ἀναλθής, ἀνάλθητος, ἀλίαστος, ἄσωστος, ἀβοήθητος, ἀνίατος, ἀνουθέτητος