δυσάλθητος
English (LSJ)
δυσάλθητον, hard to cure, inveterate, Id.9.388 (-άλθετος Hsch.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [plu. dat. δυσαλθήτοισιν Q.S.9.388]
incurable ὀδύναι Q.S.l.c., σίνεσσι δυσαλθήτοις μογέουσιν sufren de pestes incurables Man.6.624, νοῦσος Nonn.Par.Eu.Io.5.6.
German (Pape)
[Seite 675] dasselbe; sp. D., z. B. Man. 6, 624; ὀδύναι Qu. Sm. 9, 388.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλθητος: -ον, δυσίατος, ἀνίατος, Κόϊντ. Σμ. 9. 388, Νόνν. Ἰω, ε΄, 16.
Greek Monolingual
δυσάλθητος, -ον (Α)
ο δυσαλθής.