νυκτηγορέω
English (LSJ)
debate or plan by night, E.Rh.89:—in Pass., A.Th. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tenir une assemblée de nuit ; Pass. être délibéré ou discuté de nuit.
Étymologie: νύξ, ἀγορά.
Russian (Dvoretsky)
νυκτηγορέω:
1) проводить собрание ночью: τί χρῆμα νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;
2) обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.
Greek Monotonic
νυκτηγορέω: (ἀγορά), μέλ. -ήσω, προσκαλώ κατά τη νύχτα, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νυκτ-ηγορέω, fut. -ήσω [ἀγορα]
to summon by night, Eur.; so in Mid., Aesch.
German (Pape)
bei Nacht zur Versammlung reden, Eur. Rhes. 89; allgemeiner, λέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαΐδα νυκτηγορεῖσθαι, es sei in der Nacht verabredet, ersonnen, Aesch. Spt. 29.