πεδαίρω
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
Aeol. or Dor. for μεταίρω (q.v.).
Russian (Dvoretsky)
πεδαίρω: эол. = μεταίρω.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαίρω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίρω, Εὐρ. Φοίν. 1027, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίρω.
Greek Monotonic
πεδαίρω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίρω.
German (Pape)
äol. und dor. = μεταίρω, s. Eur. Phoen. 1027.