mangle
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. σπαράσσειν (Plato), V. σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν, Ar. and V. διασπᾶσθαι, διασπαράσσειν, καταξαίνειν.
tear in pieces: V. διαφέρω, διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν.
outrage: P. and V. λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), αἰκίζεσθαι, λωβᾶσθαι (Plato).
Met., mangle a speech in reciting it: P. λυμαίνεσθαι (Dem. 315).