συνιτικός
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
συνιτική, συνιτικόν, disposed to come together or to be condensed, σ. εἰς αὑτό, opp. διιτικός, Arist.Pr.905b14 (Comp.).
Russian (Dvoretsky)
συνῐτικός: σύνειμι II] стягивающийся, сжимающийся, сгущающийся (ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνῐτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συνιέναι, συνιτικώτερον εἰς αὐτό, δυνάμενον εἰς αὐτὸ συνιέναι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 4, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, διιτικώτερον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να συμπυκνωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνειμι (πρβλ. ἰτός: εἶμι, διιτικός: δίειμι)].