τετράπτιλος

Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, four-winged, Ar.Ach.1082.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.

Russian (Dvoretsky)

τετράπτῐλος: четырехперый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].

Greek Monotonic

τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.

English (Woodhouse)

four-winged