Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράπτιλος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπτῐλος Medium diacritics: τετράπτιλος Low diacritics: τετράπτιλος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΤΙΛΟΣ
Transliteration A: tetráptilos Transliteration B: tetraptilos Transliteration C: tetraptilos Beta Code: tetra/ptilos

English (LSJ)

τετράπτιλον, four-winged, Ar.Ach.1082.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.

Russian (Dvoretsky)

τετράπτῐλος: четырехперый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].

Greek Monotonic

τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.

English (Woodhouse)

four-winged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)