χρυσόκολλος
English (LSJ)
ον, soldered or inlaid with gold, ἐκπώματα S.Fr.378; κώπη E.Fr.587; also χρῡσο-κόλλητος δίφρος Id.Ph.2, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29; ἅρματα Jul.Or.2.50d; cf. χρυσοδακτύλιος.
German (Pape)
[Seite 1381] mit Gold gelöthet, mit angelötheten goldenen Zierrathen, von Gold zusammengesetzt; Soph. frg. 68 bei Ath. XI, 466 b; κώπη Eur. bei Poll. 10, 145.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόκολλος: Soph., Eur. = χρυσοκόλλητος.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκολλος: -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, ἔκπωμα Σοφ. Ἀποσπ. 68· κώπη Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος δίφρος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29.
Greek Monolingual
-ον, Α
χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεόκολλος].