χρυσοδακτύλιος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with ring of gold, ἀνήρ Ep.Jac.2.2.
2 Glossaria on χρυσοκόλλητος, χ. σφραγίς set in a gold ring, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenen Ringen, N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une bague ou un anneau d'or.
Étymologie: χρυσός, δακτύλιος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοδακτύλιος: (τῠ) с золотым перстнем (ἀνήρ NT).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοδακτύλιος: -ον, ὁ φορῶν χρυσοῦν δακτύλιον, ἀνὴρ Ἐπιστ. Ἰακώβ. β΄, 2· «χρυσοκόλλητος σφραγίς· χρυσοδακτύλιος» Ἡσύχ.
English (Strong)
from χρυσός and δακτύλιος; gold-ringed, i.e. wearing a golden finger-ring or similar jewelry: with a gold ring.
English (Thayer)
χρυσοδακτυλιον (χρυσός and δακτύλιος), gold-ringed, adorned with gold rings: Hesychius, under the word χρυσοκόλλητος; (Winer's Grammar, 26).) (Cf. B. D., under the word Ring.)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί χρυσό δαχτυλίδι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλητος σφραγίς
χρυσοδακτύλιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + δακτύλιος «δαχτυλίδι»].
Greek Monotonic
χρῡσοδακτύλιος: -ον, αυτός που φορά χρυσό δαχτυλίδι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
χρῡσο-δακτύλιος, ον,
with ring of gold, NTest.
Chinese
原文音譯:crusodaktÚlioj 赫呂所-打克替利哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:金-手指(的)
字義溯源:帶金戒指的,帶金指環,金戒指;由(χρυσός)*=金)與(δακτύλιος)=指環,戒指)組成,而 (δακτύλιος)出自(δάκτυλος)*=手指)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 戴金指環(1) 雅2:2