χρυσοκόλλητος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
German (Pape)
[Seite 1381] = Folgdm; δίφρος Eur. Phoen. 2 Rhes. 305; δέπας Antiphan. bei Ath. VI, 281 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
soudé avec de l'or, plaqué d'or, enrichi d'or.
Étymologie: χρυσός, κολλάω.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοκόλλητος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσεοκόλλητος Α
χρυσοποίκιλτος, χρυσοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χρυσοκολλῶ].
Greek Monotonic
χρῡσοκόλλητος: -ον, κολλημένος ή κοσμημένος με χρυσό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοκόλλητος: отделанный золотом (δίφρος Eur.; σμίλη Luc.).
Middle Liddell
χρῡσο-κόλλητος, ον,
soldered or inlaid with gold, Eur.