ἀναλγησία

Revision as of 17:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ἡ, want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλγησία:
1 бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;
2 тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ βαρύτης Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.

Greek Monolingual

η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.

Greek Monotonic

ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.

Middle Liddell

[from ἀνάλγητος
want of feeling, insensibility, Dem.