ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
P. and V. ὑγρός, διάβροχος, νοτερός (Eur., I.T. 1042), V. ὑδρηλός.