δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ion. c. ἄγρα.
ἄγρη: ἡ эп.-ион. = ἄγρα.
ἄγρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἄγρα.
hunt, chase. (Od.)
ἄγρη: ἡ, Ιων. αντί ἄγρα.
-ης, ἡv. ἄγρα.