Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
P. αὐθάδεια, ἡ, σκληρότης, ἡ, Ar. and V. αὐθαδία, ἡ, V. αὐθαδίσματα, τά.