ὀμφαλοτομία

From LSJ
Revision as of 09:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλοτομία Medium diacritics: ὀμφαλοτομία Low diacritics: ομφαλοτομία Capitals: ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: omphalotomía Transliteration B: omphalotomia Transliteration C: omfalotomia Beta Code: o)mfalotomi/a

English (LSJ)

ὀμφαλοτόμος, v. ὀμφαλητομία.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, v.l. für ὀμφαλητομία.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.

Greek Monolingual

η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.