ὑποπορεύομαι

Revision as of 12:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.

German (Pape)

[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.

French (Bailly abrégé)

aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπορεύομαι: тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.

Greek Monolingual

Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποπορεύομαι: αποθ., προχωρώ κάτω από το έδαφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell


Dep. to go beneath the ground, Plut.