Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Full diacritics: δῐλοχία | Medium diacritics: διλοχία | Low diacritics: διλοχία | Capitals: ΔΙΛΟΧΙΑ |
Transliteration A: dilochía | Transliteration B: dilochia | Transliteration C: dilochia | Beta Code: diloxi/a |
ἡ,
A double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.
διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.