ἀπαναισιμόω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
use up, consume, [ὑγρασίη] -οῦται Hp.Gland.9.
Spanish (DGE)
consumir en v. pas., de la humedad de la piel αὕτη πᾶσα ἀπαναισιμοῦται Hp.Gland.9.
German (Pape)
[Seite 277] aufbrauchen, verzehren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναισιμόω: ἀπαναλίσκω, Ἱππ.(;).