αἰξωνεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
Dep., to be slanderous, like the people of the Attic deme Aexone, Harp. s.v. Αἰξωνή.
Spanish (DGE)
ser como los del demo ático de Exona e.d. ser un blasfemo, malhablado Harp.s.u. Αἰξωνή, ἐκ δήμων δὲ βλασφημία τὸ αἰξωνεύεσθαι τὸ κακολογεῖν Suet.Blasph.255, cf. Sch.Pl.Lach.197c, Lex.A. α 2.
Greek (Liddell-Scott)
αἰξωνεύομαι: ἀποθ. βλασφημῶ, κακολογῶ, «αἰξωνεύεσθαι, ὡς ἀπὸ δήμου τινὸς ἡ κατηγορία τοῦ Αἰξωνέως,... βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς κατηγοροῦνται», Α.Β. 354. Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ», 5.