διαπονητέον
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
one must work hard at, Ph. 2.235.
Spanish (DGE)
hay que esforzarse, hay que practicar, ἐγκράτεια, ἣν ... δ. el autodominio que hay que practicar Ph.2.235, τὸ ἔντεχνον Clem.Al.Paed.3.10.51.
Greek (Liddell-Scott)
διαπονητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐργασθῇ πολύ, Κλήμ. Ἀλ. 284.