γεφύρωσις
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
-εως, ἡ, furnishing with a causeway or bridge, Str.1.3.18 (pl.); γ. ἡ διὰ τῶν νεῶν Arr.An.5.7.3; in concrete sense, διέβη τὰς γ. Ctes.Fr.29.17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 construcción de puentes γεγόνασιν ... προσχώσεις ἢ γεφυρώσεις Str.1.3.18, ἡ γ. ἡ διὰ τῶν νεῶν la construcción de puentes de barcas Arr.An.5.7.3.
2 puente διέβη τὰς γεφυρώσεις Ctes.13a.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, das Überbrücken, Strab. 1, 3, 18.
Greek (Liddell-Scott)
γεφύρωσις: [ῡ], εως, ἡ, ἡ διὰ γεφύρας ζεῦξις, Στράβων 59.