ἀερσιπόδης
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ἀερσιπόδου, ὁ, = ἀερσίπους, Nonn. D.10.401.
Spanish (DGE)
(ἀερσῐπόδης) -ου
que alza el pie, rápido de Tifeo, Nonn.D.2.22, de un corredor, Nonn.D.10.401, de un potro, Io.Gaz.1.261.
German (Pape)
[Seite 43] Fuß hebend, ansteigend, κισσός Nonn. D. 10, 401.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσῐπόδης: -ου, ὁ, ἀερσίπους, Νόνν. Δ. 10. 401.