ἀπομωλύνομαι
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
to be absorbed, disappear, Hp.Epid.7.105.
Spanish (DGE)
reabsorberse, desaparecer (φύματα) τῷ Ἐρατύλλου ἀπεμωλύνθη Hp.Epid.7.105.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομωλύνομαι: ἴδε ἐν λ. μωλύνομαι.