Διο-
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
(in Ep. Δῑο- metri gr.), in compds., both
A sprung from Zeus or the gods, and godlike.
Greek (Liddell-Scott)
Διο-: εὕρηται ἐν ἀρχῇ πολλῶν συνθέτων ὀνομάτων κυρίων τε καὶ προσηγορικῶν, ἅτινα σημαίνουσιν οὐχὶ μόνον τὸ γεγενῆσθαι ἐκ τοῦ Διός ἢ τῶν θεῶν, ἀλλὰ καθόλου, ἔξοχος, θεοειδής, λαμπρός, ὡς ἐν συνθέσεσι τὸ θεο-.