ἐκπερονάω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
string together, χρησμούς Rev.Ét.Gr.4.281 (Erythrae).
Spanish (DGE)
atravesar, agujerear fig. Χριστὲ ... σῶμ' ἐμὸν ἐκπερόνησον Eudoc.Cypr.1.176.
German (Pape)
[Seite 772] mit einer Spange ausstechen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερονάω: διὰ τῆς περόνης ἐκβάλλω, κεντῶν ἐκβάλλω, Νικήτ. Ἀνδρον. Κομν. 1, 6, σ. 189Α.