ἐπιπίμπλημι

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

fill full of, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar.Av.975.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar. Av. 972.

French (Bailly abrégé)

remplir de, gén..
Étymologie: ἐπί, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπίμπλημι: наполнять (χεῖρά τινο; ἐπιπλῆσαιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίμπλημι: πληρῶ ἐντελῶς, σπλάγχνων χεῖρ’ ἐπιπλῆσαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 975.

Greek Monolingual

ἐπιπίμπλημι (Α) πίμπλημι
γεμίζω εντελώς («σπλάγχνων χεῖρ’ ἐπιπλῆσαι, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπίμπλημι: γεμίζω εντελώς, τί τινος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to fill full of, τί τινος Ar.