ἀντίπτωμα

Revision as of 10:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

ατος, τό, stumble against, LXX Si.34(31).29; accident, Ptol. Tetr.116, Paul.Al.N.3b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tropezón, accidente ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου LXX Si.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι LXX Si.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.Tetr.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21.

German (Pape)

[Seite 260] τό, Gegenfall, Einsturz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπτωμα: -ατος, τό, πρόσκομμα, ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς πρός τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - δυστύχημα ἐκ τύχης, Ἰατρ.

Greek Monolingual

ἀντίπτωμα, το (Α) αντιπίπτω
1. πρόσκομμα, εμπόδιο
2. το ατύχημα.