σφυρωτήρ

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῠρωτήρ Medium diacritics: σφυρωτήρ Low diacritics: σφυρωτήρ Capitals: ΣΦΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: sphyrōtḗr Transliteration B: sphyrōtēr Transliteration C: sfyrotir Beta Code: sfurwth/r

English (LSJ)

σφυρωτῆρος, ὁ, leather thong, shoe-latchet, LXX Ge.14.23 cod. Vat. (σφαιρ- cett.): ἀπὸ τοῦ σφυρὰ τηρεῖν acc. to Jo.Chr. ap. Phot. Bibl.p.510B.

German (Pape)

[Seite 1053] ῆρος, f. L. für σφαιρωτήρ, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σφῠρωτήρ: ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. σφαιρωτήρ, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
δερμάτινο κορδόνι υποδήματος ή, κατ' άλλους, είδος υποδημάτων τα οποία έδεναν γύρω από τα σφυρά ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σφυροῦμαι (< σφυρόν) + επίθημα -τήρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σφαιρωτήρ].