κεφαλιόω
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλιόω [κεφαλή] op het hoofd slaan.
Chinese
原文音譯:kefalaiÒw 咳法來俄哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:頭
字義溯源:擊打頭,打傷頭;源自(κεφάλαιον)=首要的);而 (κεφάλαιον)出自(κεφαλή)*=頭)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯打傷頭(1) 可12:4
French (New Testament)
-ῶ
frapper à la tête
κεφαλή