κεφαλιόω
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλιόω [κεφαλή] op het hoofd slaan.
Chinese
原文音譯:kefalaiÒw 咳法來俄哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:頭
字義溯源:擊打頭,打傷頭;源自(κεφάλαιον)=首要的);而 (κεφάλαιον)出自(κεφαλή)*=頭)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯打傷頭(1) 可12:4
French (New Testament)
-ῶ
frapper à la tête
κεφαλή