διχίτων
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with two coats, ἀρτηρίαι Gal.4.728:—also δῐχίτωνος, ον, Id.19.366.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχίτων: [χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ δύο χιτῶνας ἔχων ἢ φέρων, Βυζ.