ἀζυγής
From LSJ
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
English (LSJ)
ές, not paired, μόριον ἀ. ἑτέρῳ Gal.UP15.2, cf.5.14.
Spanish (DGE)
-ές
desparejado, sin relación con c. dat. μόριον ἀζυγές ἑτέρῳ Gal.4.219, τοὺς ἀζυγεῖς κακίᾳ Clem.Al.Paed.1.5.15
•abs., Gal.3.392, ἀζυγεῖς στίχοι = Lat. versus iniuges, versos que carecen de partículas ilativas, asindéticos, Diom.1.498.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζῠγής: -ές, = ἄζυξ, Κλήμ. Ἀλ. 106.
German (Pape)
ές, Sp., = ἄζυξ.