μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
Source
French (Bailly abrégé)
opt. pf.2 de *εἴδω.
German (Pape)
optat. zu οἶδα.
Russian (Dvoretsky)
εἰδείην: pf. opt. к *εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδείην: εἰδέναι, ἴδε τὸ ῥῆμα εἴδω Β.
Greek Monotonic
εἰδείην: ευκτ. του οἶδα, απαρ. εἰδέναι, βλ. *εἴδω Β.