εἰδείην

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

French (Bailly abrégé)

opt. pf.2 de *εἴδω.

German (Pape)

optat. zu οἶδα.

Russian (Dvoretsky)

εἰδείην: pf. opt. к *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδείην: εἰδέναι, ἴδε τὸ ῥῆμα εἴδω Β.

Greek Monotonic

εἰδείην: ευκτ. του οἶδα, απαρ. εἰδέναι, βλ. *εἴδω Β.