κρέμασμα

Revision as of 09:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, = κρεμασμός (suspension), Sch. rec. A. Pr. 157.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.

Greek Monolingual

το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.

German (Pape)

τό, das Aufgehängte; auch = κρέμασις; Schol. Aesch. Prom. 157.