κρεμασμός

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμασμός Medium diacritics: κρεμασμός Low diacritics: κρεμασμός Capitals: ΚΡΕΜΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kremasmós Transliteration B: kremasmos Transliteration C: kremasmos Beta Code: kremasmo/s

English (LSJ)

ὁ, suspension, of a broken rib, unsupported by reason of the emptiness of the stomach, Hp.Art.49: generally, ib.76, Heliod. ap. Orib.49.9.15.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμασμός: ὁ, αἰώρησις, ἐξάρτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, 836, ἐπὶ τεθραυσμένης πλευρᾶς, τὸ μὴ ἔχειν ὑποστήριγμα ἕνεκα τῆς κενότητος τοῦ στομάχου.

Greek Monolingual

ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) κρεμάννυμι
κρέμασμα
μσν.
πόθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμασμός -οῦ, ὁ [κρεμάννυμι] ophanging.

German (Pape)

ὁ, = κρέμασις; Hippocr., Galen.