ξεινοσύνη
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
v. ξενοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hospitalité.
Étymologie: ion. p. *ξενοσύνη de ξένος.
English (Autenrieth)
hospitality, Od. 21.35†.
Greek Monolingual
ξεινοσύνη, ἡ (Α)
(επικ. τ.) βλ. ξενοσύνη.
German (Pape)
ion. und ep. = ξενοσύνη.