ἐπενθρῴσκω

Revision as of 11:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

leap upon, (sc. βωμῷ) Pi.Pae.6.115; σέλμασι ναῶν A.Pers.359; ἐ. ἄνω (sc. τῇ εὐνῇ) S.Tr.917; ἐ. ἐπί τινα leap forth after or upon one, as an enemy, Id.OT469 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἐπενθορών;
s'élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ἐνθρῴσκω.

English (Slater)

ἐπενθρῴσκω leap upon γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)

Greek Monotonic

ἐπενθρῴσκω: μέλ. -ενθοροῦμαι, αόρ. βʹ -ενέθορον· πηδώ πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. ἐπί τινα, τινάζομαι, ορμώ πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενθρῴσκω: (part. aor. 2 ἐπενθορών) вскакивать, бросаться (на что-л.) (σέλμασι ναῶν Aesch.; ἄνω Soph.): ἐ. ἐπί τινα Soph. устремляться на кого-л.

German (Pape)

(θρῴσκω), dazu hinein-, daraufspringen; σέλμασι ναῶν ἐπενθορόντες Aesch. Pers. 351; ἄνω ἐπενθοροῦσα Soph. Tr. 913; ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρώσκει O.R. 469, gegen ihn anstürmen.