ἁρμοζόντως
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
suitably, χρείᾳ τινῶν D.S.3.15, cf.SIG559.10(iii B. C.), BGU1060.31 (i B. C.); τοῖς παροῦσι J.AJ6.1.2; τῷ πάθει Gal.18(1).773; Att. ἁρμοττόντως Ph.Bel.82.4, Iamb.Comm.Math.17, Sch.Ar. Nu.253.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἁρμοττόντως Ph.Mech.82.4, Iambl.Comm.Math.17, Sch.Ar.Nu.253
adv. convenientemente, de modo adecuado c. dat. ἁ. τοῖς ὑπάρχουσι τόποις Ph.l.c., ἁρμοζόντοις (sic) τοῖς ἰν τοῖ<ς> ψαφίσματι γεγραμμένοις IM 38.10 (III a.C.), τοῖς ἀνθρώποις ἁ. φαίνεσθαι UPZ 110.77 (II a.C.), τῇ χρείᾳ D.S.3.15, ἁ. τῷ πάθει Gal.18(1).773, ἁ. λέγειν τοῖς παροῦσιν I.AI 6.10, ἑκατέρῳ τε χρώμεθα ἁ. Iambl.l.c., c. gen. ἁ. δὲ τῶν φιλοσόφων ἐπιγράφει Sch.Ar.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοζόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ τύπος ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμοζόντως: соответственно, сообразно (τῇ χρείᾳ τινός Diod.).
German (Pape)
paßlich, angemessen, DS