χαμαιτυπία

From LSJ
Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιτῠπία Medium diacritics: χαμαιτυπία Low diacritics: χαμαιτυπία Capitals: ΧΑΜΑΙΤΥΠΙΑ
Transliteration A: chamaitypía Transliteration B: chamaitypia Transliteration C: chamaitypia Beta Code: xamaitupi/a

English (LSJ)

ἡ, whoredom, Alciphr.3.64, Man. 4.353.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτῠπία: ἡ, πορνεία, περὶ χαμαιτυπίας εἱλεῖσθαι (ἔνθα ὁ Ber…ler διορθοῖ: περὶ χαμαιτυπεῖα): νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον Ἀλαίφρων 3. 64· ἐκ ... χαμαιτυπίης ἕξει βίον εὔπορον ἀεὶ Μανέθων 4, 353.

Greek Monolingual

και ιων. τ. χαμαιτυπίη, ἡ, Α χαμαιτυπῶ
η πορνεία.

German (Pape)

ἡ, das Leben einer Gassenhure, Hurerei, Alciphr. 3.64; Hesych.