χαλκόδεσμος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-ον, Α
χαλκόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + δεσμός (πρβλ. κεφαλόδεσμος, σιδηρόδεσμος)].
German (Pape)
= χαλκόδετος, Hesych.